- συναρίθμησις
- (-εως) η причисление, включение в число
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναρίθμησις — counting up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναριθμήσει — συναρίθμησις counting up fem nom/voc/acc dual (attic epic) συναριθμήσεϊ , συναρίθμησις counting up fem dat sg (epic) συναρίθμησις counting up fem dat sg (attic ionic) συναριθμέω reckon in aor subj act 3rd sg (epic) συναριθμέω reckon in fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναριθμήσεις — συναρίθμησις counting up fem nom/voc pl (attic epic) συναρίθμησις counting up fem nom/acc pl (attic) συναριθμέω reckon in aor subj act 2nd sg (epic) συναριθμέω reckon in fut ind act 2nd sg συναριθμέω reckon in aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρίθμησιν — συναρίθμησις counting up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρίθμηση — η / συναρίθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [συναριθμῶ] η ενέργεια τού συναριθμώ, συγκαταρίθμηση, συνυπολογισμός αρχ. 1. το άθροισμα τών γραμμάτων μιας λέξης τα οποία λαμβάνονται ως αριθμοί 2. ταξινόμηση στην ίδια κατηγορία … Dictionary of Greek
ԹՈՒԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0820 Chronological Sequence: 5c, 10c գ. συναρίθμησις connumeratio Թուակիցն գոլ. համապատուութիւն. *Ի սահմանս մնացեալ բարեպաշտութեան ʼի միաւորութեան եւ ʼի թուակցութեան (երրորդութեան). Ածաբ. ի կիպր.: *Եւ քեզ ընդ հօր անհասի՝ թուակցութեամբ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
συναριθμήσεως — συναριθμήσεω̆ς , συναρίθμησις counting up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναριθμήσῃ — συναριθμήσηι , συναρίθμησις counting up fem dat sg (epic) συναριθμέω reckon in aor subj mid 2nd sg συναριθμέω reckon in aor subj act 3rd sg συναριθμέω reckon in fut ind mid 2nd sg συναριθμέω reckon in aor subj mid 2nd sg συναριθμέω reckon in aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)